βροντωκοπανῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντωκοπανῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντωκοπανῶ ἀμάρτ. βροντωκοπανάω Πελοπν. (Μάν.) βροdωκοπανῶ ΑΡουμελ. (Σωζόπ.) βρουντουκουπανάου Εὔβ. (Ἀκρ.) βροdωκοπανοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βροντωκοπανίζω Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. βροντῶ καὶ κοπανῶ, παρ’ ὃ καὶ κοπανίζω.
Σημασιολογία
1) Κρούω ἰσχυρῶς ΑΡουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Βροdωκοπανᾶ τὴ bόρτα Κίτ. Μάν. || ᾎσμ. Ἀκούν τὴν πόρτα νὰ βροντᾷ, νὰ βροντωκοπανίζῃ Κύμ. 2) Καταρρίπτω τι μὲ ὁρμὴν Εὔβ. (Ἄκρ.): Θὰ σὶ πιˬάσου, καλόιρου, κὶ θὰ σὶ βρουντουκουπονήσου ’π’ καταῆ νὰ σκάῃς σὰ dοὺ ρόιδου (καλόιρου = καλόγερο, κακόμοιρο, κακορρίζικο, ’π’ καταῆ = ἀπὸ καταγῆς, καταγῆς) Ἄκρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA