βροντωκοπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντωκοπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντωκοπῶ πολλαχ. βροdωκοπάω Ζάκ. Πελοπν. (Μάν.) βρουντουκουπάου βόρ. ἰδιώμ. βροdωκοποῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βροντῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -κοπῶ.
Σημασιολογία
1) Βροντῶ κατ’ ἐπανάληψιν Ἤπ. (Πάργ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) - ΙΠολυλ. Διηγ. 86 ΔΣολωμ. 243 ΑΠροβελ. Ποιήμ. 1,234, Διπλῆ Ζωὴ 110.: Πάμε νὰ φύγωμε, βροdωκοπᾷ ποῦ θὰ κάμῃ νερὸ μὲ τὸ τουλούμι Κίτ. Μάν. Ἄκουσε τὴν καρδιˬά της ὁποὺ βροντωκοποῦσε ΙΠολυλ. ἔνθ’ ἀν. ᾎσμ. Βροντωκοπᾶν οἱ κανονεˬές, γίνετ’ ἡ μέρα νύχτα Πάργ. || Ποίημ. Μόνε σφοδρὰ βροντωκοποῦν τ’ ἀρματωμένα στήθη ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. ’Στὸ σιδερένιˬο του κορμὶ | βροντωκοποῦνε τ’ ἄρματά του ΑΠροβελ. Ποιήμ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ μετβ. πολλαχ.: Βροdωκοποῦ τόση ὥρα τὴ bόρτα καὶ δὲν ἀκούεις Κίτ. Μάν. 2) Τύπτω, δέρω Λεξ. Δημητρ.: Κάτσε φρόνιμα νὰ μὴ σὲ βροντωκοπήσω. Συνών. βροντωχτυπῶ 2. 3) Κρημνίζομαι, πίπτω μετὰ κρότου Λεξ. Δημητρ.: Βροdωκόπησε ἀπὸ τὴ μηλεˬὰ καὶ τσάκισε τὸ χέρι του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA