ἀρμαστολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαστολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμαστολογῶ ἀμάρτ. ἀρμαστουλουγῶ Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμαστὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λογῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.
Σημασιολογία
Διαπραγματεύομαι γάμον νέου ἢ νεάνιδος: Ἡ δεῖνα ἀρμαστουλουέτι (οἱ γονεῖς ἢ ἄλλοι οἰκεῖοι της διαπραγματεύονται τὰ τοῦ γάμου της). Συνών. παντρολογῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA