ἀνατραντάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατραντάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατραντάζω Λεξ. Δημητρ. Μεσ. ἀνατραντάζομαι Ἤπ. ἀνατραντάζουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.)-ΣΓρανίτσ. Ἄγρια καὶ ἥμερ. 158
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. τραντάζω.
Σημασιολογία
Μετβ. σείω ἰσχυρῶς, συγκλονίζω ἔνθ’ ἀν.: Ἀνατράνταξε ὁ σεισμὸς τὸ σπίτι. ᾿Ανατραντάχτ᾽κι τοὺ σπίτ’ Ζαγορ. ǁ ᾊσμ. Ἡ γῆς ἀνατραντάχθηκε και᾽ τἀ μνημούριˬ’ ἀνοίξαν Λεξ. Δημητρ. ᾿Ανατραντάχθη ἡ πέρδικα | καί ’πέσαν τἀ τριˬαντάφυλλα ΣΓρανίτσ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναταράζω 2.Καὶ ἀμτβ. συγκλονίζομαι, ἰσχυρῶς σείομαι ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ανατράνταξε ἀπὸ τὸ πέσιμο Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA