ἀνάτριχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάτριχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάτριχα ἐπίρρ. (Ι) σύνηθ. ἀνέτριχα Θήρ. Ἰκαρ. ’Ιων. (Κρήν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Ρόδ Σιφν ἀνάτρεχα Κάρπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάτριχος. Ὁ τύπ. ἀνάτρεχα κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀνατρέχω.
Σημασιολογία
1) Κατὰ διεύθυνσιν ἀντίθετον πρὸς τὴν τῶν τριχῶν σύνηθ.: Ξυρίζομαι ἀνάτριχα (συνών. φρ. κάνω μπερdάκι ἢ κόντρα) σύνηθ. Τραύα κὶ δυˬὸ ξουραφεˬές ἀνάτριχα νὰ τὰ πάρ’ς καλύτερα (ἐνν. τὰ γένεια) Σκοπ. Χτενίζομαι ἀνάτριχα (ἀπὸ τοῦ μετώπου πρὸς τὴν κορυφὴν) Τῆλ. Τὸ πρόβατο κουρεύεται ἀνάτριχα Κρήτ. Ἡ ᾽γελάδα ἄγλειψε τὸ μοσκάρι ἀνάτριχα Εὕβ. (Ἱστ.) Ξυστρίζω τὸ ἄλογο ἀνάτριχα Λεξ. ᾿Ηπίτ. Βουρτσίζω τὴ γούνα ἀνάτριχα Λεξ. Πρω. ǁ Φρ. Τραυῶ τὰ μαλλιˬά μου ἀνέτριχα (ἐπὶ τῷ θανάτῳ προσφιλοῦς) ᾿Ικαρ Κρήν. ’Ανέτριχα θὰ σοῦ βγάλω τὸ μουστάκι! (ἀπειλὴ) Σιφν. ǁ ᾎσμ. Μοῦ τό ’πασι κ᾿ ἐμένα | πῶς ἔχεις τὸ μαλλάκιˬα σου ἀνάτριχα πλεμένα (κατὰ παλαιότερον εἶδος κομμώσεως) Τῆλ. 2) ᾿Εκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναδρομικῶς ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Συληβρ.) Κάρπ. Κρήτ. (Βιάνν. κ. ἀ.) Μεγίστ. Μεσσ Ρόδ. Σάμ.: ᾿Ανάτρεχά ᾽πιˬασε τὸ χωριˬὸν Κάρπ. 1 Ἤβgαν τὸ βουνὶ ἀνάτριχα Ρόδ. Ἀνάτριχα τοῦ ποταμοῦ (ἀπὸ τῶν ἐκβολῶν πρὸς τὰς πηγὰς) Βιανν. Ἤτριψα τὴν πλάτη του ἀνάτριχα καὶ τοῦ πέρασε Κρήτ. Τοὺν ἔτριψαν ἀνάτριχα Σαμ. Τὴν ὥρα ποῦ θὰ κοιμᾶται ὁ ματιˬαγμένος θὰ τοῦ πλύν’ τὸ πρόσωπο ἀνάτρεχα Σηλυβρ. Συχνάκις ἡ λ. ἐν ἐπῳδ.: ᾿Ανάτριχα ἦρθε, ἀνάτριχα νὰ φύγῃ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἀνάτριχα σοῦ bήτσενε τσ᾽ ἀνάτριχα νὰ σοῦ ’βγῃ Ἄνδρ Ἀνάτριχά ᾽ρτεν τὸ κακὸν τσ’ ἀνάτριχα νὰ φύῃ Μεγίστ. ᾿Ανάτρεχα ἦλθε, ἀνάτρεχα νὰ παγαί’ Σηλυβρ. ǁ ᾎσμ. Θὰ πάρω δίπλα τὰ βουνὰ κιˬ ἀνάτριχα τὰ ὄρη Κρήτ. 3) ᾿Αντιστρόφως, ἀντιθέτως Ἴμβρ. Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Ἔβγαλε ἀνάτριχα τὰ τσουράπιˬα του-τὴ φανέλλα του Κυθηρ Ὁ Θεˬὸς κ᾽ ἡ γῆ νὰ μοῦ τ᾿ ἀξώσῃ κιˬ ἀνάτριχα νὰ σοῦ βγάλῃ ἡ θάλασσα τὸ ποκάμισο! (ἀρὰ) Κρήτ. Βυζάνει τὸ παιδί της ἀνέτριχα (δηλ. Τοποθετημένον κατὰ τρόπον, ὥστε ἡ κεφαλὴ καὶ οἱ πόδες του νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν αὐτὴν πλευρὰν τοῦ μαστοῦ καὶ οὐχὶ πλαγίως εἰς τὴν ἀντίθετον ὧς συνήθως γίνεται) ᾿Απύρανθ. ǁ Φρ. Βγῆκι ἡ ψ’χή μ᾿ ἀνάτριχα (δηλ. ἀπὸ μέρος ἀντίθετον ἐκείνου ἐκ τοῦ ὁποίου βγαίνει συνήθως, ἤτοι ἐβασανίσθην πολὺ) Ἴμβρ. Συνών. ἀνάποδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA