βροντωκυλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντωκυλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντωκυλῶ ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 141.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. βροντῶ καὶ κυλῶ.
Σημασιολογία
Κυλίομαι μετὰ πατάγου: Ποίημ. Μὰ λιθάρι ἐσὺ κιˬ ἂν εἶσαι, | βροντωκύλησε, λιθάρι, ᾿ς τῆς ψυχῆς μου τὴ σπηλα͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA