ἄχνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄχνη ἡ σύνηθ. ἄχνη Εὔβ. (Στρόπον.) ἄχ' Δαρδαν. Ἤπ. ('Αρτ. Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Κυδων. Μακεδ. (Μελέν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. 'Αράχ. Κλών.) ἄχι' Κυδων. Σκόπ. ἄγνη Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύπρ. ἄχνα Κάλυμν. Κύπρ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν. Μεσσ.) Χίος ἄγνα Κύπρ. ἄφνα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄχνη. Τὸ ἄχνα καὶ παρ' Ἡσυχ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ χ εἰς γ παρὰ τὸ ν ἐν τῷ τύπῳ ἄγνη πβ. ἀχνάριν-ἀγνάριν, πάχνη-πάγνη κττ. ᾽Ιδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 40.

Σημασιολογία

1) Αἱ λεπτόταται σταγόνες αἱ αἰωρούμεναι ὥς ἀτμὸς ὑπεράνω τῶν ἐπὶ τῆς παραλίας θραυομένων κυμάτων Βιθυν. Κάλυμν. Πελοπν. Πόντ.: ᾎσμ. Ν’ ἀκούω ἄχνα τοῦ γιˬαλοῦ καὶ ἄχνα τοῦ πελάγου Κάλυμν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Λ 307 «ὑψόσε δ' ἄχνη | σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς 2) Λεπτοτάτη δρόσος Θεσσ. (Ζαγορ.) 3) Ὁ ἀφρὸς τοῦ γάλακτος Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφρόγαλα 1, ἔτι δὲ ἀχνιˬὰ (ΙΙ) 2. 4) Λεπτότατον ἄλευρον σύνηθ.: ᾎσμ. Κρησάρα μου ὁλόπυκνη κιˬ ὡρα͜ιοκαφασωμένη, τ’ ἀλεύρι μας κρησάρισε, ἄχνη τ᾿ ἀλεύρι βγάλε Πελοπν. Συνών. ἀχνούδα. β) Τὸ ἄλευρον κατ᾿ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ σιμιγδάλι Ἤπ. (Ἄρτ.) Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) 5) Λεπτοτάτη κόνις ζακχάρεως χρησιμεύουσα διὰ τὸ πασπάλισμα γλυκῶν σύνηθ. 6) Λεπτοτάτη τέφρα Μακεδ. 7) Λεπτότατα μόρια ἀχύρου Κυδων. Κύπρ.: Ἔπνιξέν τους ἡ ἄχνα τοῦ ἀέρου Κύπρ. Ἡ σημ. ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Ε 499 «ὡς δ᾽ ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλῳὰς | ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανθή Δημήτηρ | κρίνῃ ἐπειγομένων ἀνέμων καρπόν τε καὶ ἄχνας» Συνών. ἀθέρας Α1δ, ἀχνιˬὰ (ΙΙ) 1β, μπουχός. 8) Ὁ ἀπὸ τῆς γῆς ἐγειρόμενος λεπτὸς κονιορτὸς Θεσσ. (Ζαγορ.) 9) Πᾶν πρᾶγμα ἀσύλληπτον διὰ τῶν χειρῶν λόγῳ τῆς λεπτότητός του Θεσσ. (Ζαγορ.) 10) Πρᾶγμα ἁπαλότατον καὶ μαλακώτατον, ἐπὶ ἐδωδίμων Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θήρ. Κύπρ κ.ἀ.: Τὸ γλυκὸ γίνεται ἄχνη ᾽ς τὸ στόμα Θήρ. Τὸ ψωμὶ εἶναι ἄχνη Φιλιππούπ. 11) Πρᾶγμα ἀραιότατον Εὔβ. (Στρόπον): Τοὺ ξαίνου τοὺ μαλλὶ κὶ τοὺ κάνου ἄχνη. 12) Λεπτοτάτη αἰχμὴ ἠκονισμένης σπάθης Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): ᾌσμ. Τ’ ὀμμάτ μ’ ἐθαμπούρωσαν καὶ τὸ σπαθί μ᾿ ἔ᾿ ἄφναν Κερασ. Παρακαλῶ σε, σερασκέρ’, Θεοῦ παρακαλίαν... ἐμὲν ζωὴν γιˬὰ χάριξον γιˬὰ τοῦ σπαθί' σ᾽ τὴν ἄφναν Τραπ. 13) ᾽Επιρρηματ., ἐλάχιστα, μόλις Πελοπν. (Βασαρ.) Χίος (Χαλκ. κ.ἀ.): Ἄχνη τὸν θυμᾶμαι Βασαρ. Ἄχνη μὲ πῆρε 'ς τὸ κεφάλι ἡ σιˬομάδα αὐτόθ. Ἡ σημ. ἀρχ. Πβ. ᾽Αριστοφ. Σφῆκ. 92 «ἢν δ᾽ οὖν καταμύσῃ κἂν ἄχνην.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/