ἀχνιˬὰ (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνιˬὰ (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχνιˬὰ ἡ, (ΙΙ) Κύπρ. Ψαρ. ἀγνεˬὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχνη.
Σημασιολογία
1) Τὰ λεπτότατα σταγονίδια τὰ ἀναδιδόμενα ἐκ τῆς θραύσεως τῶν κυμάτων ἐπὶ τῆς παραλίας Ψαρ.: ᾎσμ. Ν’ ἀκούῃ ἀχνιˬὰ τῆς θάλασσας καὶ ταραχὴ τ᾿ ἀγέρα, ν' ἀκούῃ καὶ τοὺς συντρόφους του ποῦ λέν τὸ ἔα μόλα β) Τὰ λεπτότατα μόρια τοῦ ἀχύρου Κύπρ.: Ἡ ἀχνιˬὰ τοῦ ἀχέρου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄχνη 7. 2) Ὁ ἀφρὸς τοῦ γάλακτος Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄχνη 3. 3) Τὸ πρῶτον μετὰ τὸν τοκετὸν γάλα τὸ ὁποῖον εἶναι παχύ, πῦαρ. Συνών. ἀθένη 1, κολλάστρα, πρωτόγαλα, τυρεύτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA