ἀνατριχίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατριχίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνατριχίλα ἡ, κοιν. ἀνετριχίλα Ἄνδρ. Α.Κρήτ. Λεσβ. Σῦρ. ἀνιτριχίλα Δαρδαν Ἴμβρ. Σάμ. ἀνατιχία Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνατριχιˬά καὶ τῆς παραγωγικῆς κατα) -ίλα

Σημασιολογία

1) Ἀνατριχιˬά, ὅ ἰδ., κοιν.: Μοῦ ’ρθε-μ᾿ ἔπιˬασε ἀνατριχίλα. Ἔνο͜ιωσε μιˬὰ ἀνατριχίλα κοιν. Ἀνατριχίλες πάλε τοῦ ἤρτανε Βιθυν. (Κατιρλ.) ǁ Ποίημ. Διπλῆ σοῦ χύνουν ’ς τὴν καρδιˬά, διπλῆ ἀνατριχίλα τὸ κρύο κ᾽ ἡ μαυρίλα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,163. 2) Συνήθως ἐν τῷ πληθ., ρῖγος προκαλούμενον ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ κοιν. καὶ Τσακων. : Μ’ ἔπιˬασαν-μοῦ ἦρθαν ἀνατριχίλες. Δὲν εἶμαι ᾿ς τὰ καλά μου ἀπόψε, αἰσθάνομαι ἀνατριχίλες κοιν. Νιˬ ἐκιˬάκαϊ χοντρὲ ἀνατιχίλε (τὴν ἔπιασαν δυνατὲς ἀνατριχίλες) Τσακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/