ἀνατρομάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατρομάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνατρομάζω, ἀνατρομάσσω Ζάκ. Ροδ Συμ ἀνατρουμάσσου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀντρομάσσω Κύπρ. ἀνατρομάζω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἤπ. ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. Λευκ. κ. ἀ.)-ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολόγ 199-Λεξ. Αἰν. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ Πρω. Δημητρ. ἀνατρουμάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ (Γκριντ. Νάουσ.) Στερελλ (Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀνατρομάσσω.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ αἰφνιδίου τρόμου, ἐκπλήττομαι ὑπὸ δέους, τρομάζω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἤπ. ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Ζάκ. Λευκ κ. ἀ.) Μακεδ. (Νάουσ.) ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Αἶν. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Τὸν εἴδα κιˬ ἀνατρόμαξα Ἀθῆν. Ἀνατρόμαξι ὅλους οὑ κόσμους Νάουσ. Τὸ χωριˬὸ ἀνατρόμαξε ΑΚαρκαβιτσ ἔνθ᾽ ἀν. Ἀνατρόμαξα ἀπὸ τὴ βροντὴ Λεξ. Πρω. Ἀνατρόμαξε ἡ καρδιˬά μου Λεξ. Δημητρ. ǁ ᾊσμ. ᾿Απὸ τὸ χέρι μ᾽ ἔπιˬασε καὶ δυνατά μ᾿ οὐρυˬάζει, π᾿ ὅντας τὸ θέλω θυμηθῆ, καρδιˬά μ᾽ ἀνατρομάζει ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Ὁ ρῆγας ἀνατρόμαξε, τὸν πρῶτο του φωνάζει Ἤπ. Κιˬ ὅντας τὴν εἶδ’ ὁ βασιλεˬάς, ὅλος ἀνατρομάζει Λευκ. Κ᾿ ἐγὼ θὰ μπῶ ᾽ς τὴ μαύρη γῆς, ᾿ς τ’ ἀραχλιˬασμένο χῶμα, θὰ ἰδῶ τὸν κόσμο χάρβαλο και᾿ θἀν ἀνατρομάξω Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 3179 (ἔκδ. WWagner σ. 331) «λαλῶ τον, τί λιγοθυμεῖς καὶ ἀνατρομάσσεις ὅλος;» Συνών. ἀνατσουλώνω 2β, τρομάζω. 2) Συγκλονίζομαι, σείομαι Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κερκ Μακεδ (Γκριντ.) Ροδ Σύμ. : ᾊσμ. Ψυχομαχάει ὁ Διγενὴς κ᾿ ἡ γῆς ἀνατρομάζει Κερκυρ. Βρέχουν, χιˬουνίζουν τάι βουνὰ κ’ οἱ κάμποι χαλαζώνουν Κιˬ ἡ θάλασσα ταράζιτι κιˬ ἡ γῆς ἀνατρουμάζει Γκριντ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναταράζω 2. Β) Μετβ. 1) κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ, ἐκφοβῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ) Κύπρ. Στερελλ. (Εὐρυταν.)-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω Δημητρ.: Μ’ ἀνατρόμαξες ἔτσι ποῦ μπῆκες ξαφνικὰ Λεξ. Πρω. Ἀνατρόμαξες τὸ παιδὶ Λεξ. Δημητρ. Ἀνατρόμαξές με ἔτσι ἄξυπ-πα ποῦ ἦρτες Κύπρ. Οὑ Κατσαντώ᾽ς ᾿ς τ’ Ἄγραφα εἶχι ἀνατρουμάξ’ τ᾿ς Τούρκ’ς Εὐρυταν. ǁ ᾎσμ. Φάτε καὶ πιˬέτε, μπρὲ παιδιˬά, χορέψ’τε, τραγουδᾶτε, μὴν πάῃ κ᾽ ἔρθῇ ὁ Τσαμαδὸς καὶ σᾶς ἀνατρομάξῃ Ἤπ. Συνών. ἀγριεύω 3, τρομάζω, φοβερίζω, φοβίζω. Πβ. ἀγριώνω 2. 2) Ἀηδιάζω, ἀποστρέφομαί τινα Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τοὺν ἀνιτρόμαξα. Συνών. σιχαίνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/