βροντωχτυπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντωχτυπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντωχτυπῶ σύνηθ. βροντωχτυπάω σύνηθ. βροdωχτυποῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βροντωχτ’ ποῦ Σκῦρ. βρουντουχτ’ πάου Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. βροντῶ καὶ χτυπῶ.

Σημασιολογία

1) Παράγω ἰσχυρὸν κρότον σύνηθ.: Μοῦ φάνηκε... σὰν ἄρματα νὰ βροντωχτυποῦσαν ΠΒλαστ. Κριτικ. Ταξίδ. 65 || ᾎσμ. Ὀμορφοκαμωμένε μου, σεντουκοπλαταρᾶ μου, ὅντας σ᾿ ἀκούω τσ᾽ ἔρχεσαι, βροντωχτυπᾷ ἡ καρδιˬά μου Εὔβ. (Κάρυστ.) || Ποιήμ. Κιˬ ὅταν χορεύῃ ἡ λεβεντιˬὰ τῆς Πασχαλιˬᾶς τὴ μέρα, βροντωχτυπᾷ τὸ τύμπανο καὶ κελαηˬδεῖ ἡ φλογέρα ΓΔροσίν. ἐν Ἐφημερ. Ἑστίᾳ 1910. ’Σ τὸ χέρι μου ἀνυπόμονο κουνε͜ιέται τὸ κοντάρι, θαρῶ πῶς μέσα μου ἡ καρδιˬὰ βροντωχυπάει τοῦ Κόδρου ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην. 62. Καὶ μετβ. κτυπῶ τι μετὰ κρότου Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Θὰ σὶ πιˬάσου νὰ σὶ βρουντουχτ’πήσου ’π’ καταῆς νὰ σκάῃς σὰ d’λούμ’ Ἄκρ. κ.ἀ. Ἔρχεται καὶ βροdωχτυπᾷ τὴ bόρτα ὅλη μέρα Κίτ. Μάν. 2) Δέρω Σκῦρ.: Κάθε μέρα τὲ βροντωχτ’ποῦ, μὰ ’τσεῖνες τὸ χαβᾶ του (τὲ = τόν, ’τσεῖνες = ἐκεῖνος). Συνών. βροντωκοπῶ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/