ἀρμάτωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμάτωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμάτωμα τό, Πόντ. (Κοτύωρ.) Σίφν. -Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Δημητρ. ἀρμάτωμαν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) ἀρμάτουμα Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρμάτωμα, παρ’ ὃ καὶ ἀρμάτωμαν. Πβ. Μαχαιρ 1,144 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ νὰ ποίσῃ ποξαμάτιν πολλὺν καὶ σιτάριν πολλὺν διὰ τὸ ἄνωθεν ἀράτωμαν».
Σημασιολογία
1) Ἐξοπλισμὸς Κύπρ. Μακεδ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Δημητρ. β) ᾿Εφοδιασμὸς διὰ τῶν ἀναγκαίων ἐξαρτυμάτων, ἐξάρτυσις, ἐπὶ πλοίου Πόντ. (Κερασ. Κοτυωρ. Οἰν.): Τ’ ἀρμάτωμα τῆ καϊκί’ ἕνα μῆνα ἔφαε (ἡ ἐξάρτυσις τοῦ καϊκιοῦ διήρκεσε ἕνα μῆνα) Κοτύωρ. γ) Τὸ σύνολον τῶν ἐξαρτυμάτων πλοίου Πόντ. (Οἰν.) δ) Τὸ ἐξωτερικὸν ἀραιὸν πλέγμα δικτύου Σίφν. 2) Περιβολὴ πολυτελοῦς ἐνδυμασίας καὶ κοσμημάτων Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) β) Πολυτελὴς ἐπίπλωσις Πόντ. (Κοτύωρ.): Τῆ σπιτί’ ἀτ’ς τ᾽ ἀρμάτωμα νὰ ᾿λέπ’ς! (νὰ ἰδῇς!) 3) Ἄρτυσις καρύκευμα Πόντ. (Τραπ.): Τῆ φαεί’ τ’ ἀρμάτωμαν Τραπ. Συνών. ἄρτυμα
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA