ἀνατρομαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατρομαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνατρομαλίζω, μές. ἀνατρομαλ-λίζομαι Ρόδ. ἀνετρομαλ-λίζομαι Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. τρομαλίζω.

Σημασιολογία

Τρέμω ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ᾽έρως ἔμεινεν ’ς τὴ βροχὴ κιˬ ἀνετρομαλ-λίζετο κ᾽ ἐτουρτούριζε κιˬ ἀνεστέναζεν ἀπὸ τὴν καρδιˬά του Καρπ.ǁ Παροιμ. φρ. Ἀνετρομαλ-λίζεται σὰν τὸ χούλ-λη (ἐπὶ τῶν ὑπερμέτρως ριγούντων) αὐτοθ. Πβ. ἀνατρέμω, συγκρυώνω, τρομαλίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/