ἀνατσιγγρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατσιγγρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνατσιγγρίζω Λεξ. Δημητρ. ἀνατσιγγρίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνατσιγγρῶ Μακεδ. (Σιάτ.) ἀνατσιγγράω Ἤπ. (Ἄρτ.) ἀνατσιγράω Πελοπν. (Μεσσ.) ἀνατσιγγράου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. τσιγγρίζω.

Σημασιολογία

Ἐρεθίζω, ἐξερεθίζω τινὰ ἔνθ’ἀν.: Μὴ τοὺς ἀνατσιγγρίζῃς Λεξ. Δήμητρ. Τί τ᾿ ἀνατσιγγρᾷς ἔτσ’; Ζαγόρ. Μὴ τὸν ἀνατσιγγρᾷς τώρᾳ Σιάτ. ’Ανατσιγγρίστηκε μὲ τὰ λόγιˬα ποῦ τοῦ ᾽πε; Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀγγρίζω 1, ἀγριώνω 1, ἀναγγρίζω Α 1, ἀναγκάζω Α 2, ἀναγριώνω 1, ξαναγγρίζω, παραγγρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/