ἀχνίζω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνίζω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχνίζω (ΙΙ) ἀθνίζω ἀμάρτ. ἀθνίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾽θνίζω Θρᾴκ. (Καλαμ. Περίστασ.) ἀθινίζω Θρᾴκ. ἀφνίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Καππ. Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ.) ἀχνίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀχνίζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ᾿χνίζω Κύπρ. Ρόδ. ἐχνίζω Νάξ. Ρόδ. ἀγνίζω Κύπρ. ἀχλίζω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀχλίζου Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. 'Οξύλιθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀτμίζω διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπων ἀθνίζω-ἀφνίζω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ’Αρχ. 3 κἑξ.

Σημασιολογία

Α) ᾿Αμτβ. 1) ’Αναδίδω, ἐκπέμπω ἀτμούς, ἀτμίζω κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. 'Οφ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Αχνίζει τὸ αἷμα - τὸ ζεστὸ νερὸ - τὸ γάλα - τὸ φαεῖ κττ. ᾿Αχνίζει ἡ γῆ. ᾿Αχνίζουνε τὰ ροῦχα κοιν. || Αἴνιγμ. Τὴ βάνω τρίζει, τὴ βγὰνω ἀχνίζει (ἡ πάννα μὲ τὴν ὁποίαν καθαρίζουν τὸν φοῦρνον ἀπὸ τοὺς ἄνθρακας διὰ νὰ βάλουν τοὺς ἄρτους) Πελοπν. (Πύλ.) || Παροιμ. Φρ. Ὅd’ ἀχνίζει τὸ σίδερο κολλᾷ (κάθε πρᾶγμα ἐπιτυγχάνει ὅταν γίνεται ἐγκαίρως, συνών. φρ. ’ς τὴ βράσι κολλᾷ τὸ σίδερο) Κρήτ. (Σητ.) Συνών. ἀμπουριˬάζω 1, ἀμπουρίζω, ἀναχνίζω. β) Μεταφ. εὑρίσκομαι εἰς ἔντασιν Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ) 'Αχνίζει ἡ δουλε͜ιὰ Σητ. || Φρ. 'Αχνίζει νὰ γεννήσῃ (εἶναι ἐπίτοκος) Κρήτ. γ) ᾿Αναδίδω ἀτμώδη ἐκπνοὴν Νάξ. (Δαμαρ.) κ.ἀ.: Τοῦ μουλαριˬοῦ τ' ἀρθούνια ἀχνίζουνε καὶ χειμῶνα ἔχομε Δαμαρ. 2) ’Αναδίδω θερμότητα Εὔβ. (Στρόπον.): Ζέστα σήμιρα, ἄχνισι οὑ τόπους. β) Θερμαίνομαι πολὺ Ρόδ.: Ἔχνισα μέσ᾽ ᾿ς τοὶς μονὲς (τὰ σκεπάσματα). 3) Πνέω ἐλαφρῶς Μύκ. Πελοπν (Μάν.): Δὲν ἀχνίζει καθόλου ἀέρας, ἔναι σκασούρα Μάν. Δὲν ἀχνίζ' σταλεˬὰ σήμερα Μύκ. Συνών. ἀχνάζω. Β) Μετβ. 1) 'Εκθέτω εἰς τὴν ἐπίδρασιν ἀναδιδομένου ἀτμοῦ Θρᾴκ. (Σκοπ.) Πελοπν. (Μάν.) Σκῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Ἀφνίζω τὸ ψωμὶ (Σκοπ.) 'Αχνίζομαι μὲ τὸ χαμομήλι ν᾽ ἀbολύκῃ ἡ μύτι μου ποῦ εἶναι βουλλωμένη Μάν. β) Θερμαίνω τι ἐντὸς χύτρας μὲ τὸν ἴδιόν του ἀτμὸν χωρὶς νερὸ Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Καλαμ. Περίστασ.) Νάξ. ('Απύρανθ.) Τσακων. - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: ᾽Αχνίζω τὸ χταπόδι 'Απύρανθ. ’Θνίζω τὰ κολοκύθιˬα - τὰ ραδίκιˬα κττ. Καλαμ. Περίστασ. γ) Ψήνω τι διὰ τοῦ ἰδίου αὐτοῦ ἀτμοῦ Λεξ. Δημητρ.: ’Αχνίζω τὰ μύδιˬα. δ) Θερμαίνω τι μὲ τὸν ἀτμὸν τῆς ἐκπνοῆς μου Νάξ.: Τ’ ἀρνιˬὰ τὸν ἐχνίζανε ποῦ τουρτούριˬαζενε ἀπὸ τὸ κρύο. 2) ᾿Εκθέτω εἰς τὴν ἐπίδρασιν καπνοῦ ἐκ καιομένων ἀρωματικῶν ἢ θεραπευτικῶν οὐσιῶν Πελοπν. (Αἴγ. Βασαρ.) Πόντ. (Ἀμισ.): ’Αχνίζω τὸ πυρὸ μὲ τὸ λιβάνι Βασαρ. 'Αχνίζομαι μὲ πορτοκαλόφλουδες Αἴγ. 3) Ἀρωματίζω Ρόδ.: ᾎσμ. Μόσκο καὶ μοσκοκάρυδο ἐβάστα κ' ἔχνιζέν την.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/