βρούζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρούζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρούζα ἡ, Β.Εὔβ. Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Παιδικὸν παίγνιον ἀποτελούμενον ἀπὸ στρογγύλην μολυβδίνην ἢ ξυλίνην πλάκα φέρουσαν εἰς τὸ μέσον δύο ὀπάς, διὰ τῶν ὁποίων διέρχεται νῆμα. Αὕτη περιστρεφομένη περὶ τὸ νῆμα δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν παράγει βόμβον. Συνών. βροντάρα 3, βρόντος Α 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA