βρούκουλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρούκουλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βρούκουλος ὁ, Ἀπουλ. (Καλημ.)

Ετυμολογία

Ἀπὸ τὸ ἀρχ. βροῦκος. ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. ἀρχ. 5 (1918) 70-72.

Σημασιολογία

Βροῦκος 1, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/