ἄναυλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄναυλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄναυλος ἐπίθ. Εὔβ. (Ὄρ.)-.Λεξ. Δεὲκ Αἰν Περίδ. ᾿Ηπίτ. Μπριγκ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἄναυλους Σκοπ Στερελλ. (Αἰτωλ)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ναῦλος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ναυλωθείς, ἐπὶ πλοίου Σκοπ. Βρῆκα μιˬὰ γουλέττα ἄναυ’. Συνών. ἀναύλωτος 2) Ὁ ταξιδεύων ἄνευ καταβολῆς ναύλου Σκόπ. Στερελλ (Αἶτωλ.)-Λεξ. Δεὲκ Αἰν. Περίδ. ᾿Ηπίτ. Μ.᾿Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἄναυλους φεύγου (χωρὶς νὰ ἔχω νὰ πληρώσω τὰ ἔξοδα τῆς μεταφορᾶς μου) Αἰτωλ. 3) Ὁ μετὰ σπουδῆς καὶ ἄκων ἀναχωρῶν ἔνθ’ ἀν.: ’Πὸ καλοῦθες τάχατες ἦρτε; τὸν ἔφερα ἐγὼ ἄναυλο Ὄρ. ᾿Εφυγε ἄναυλος ἀπὸ τὸ χωριˬό Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/