ἀναφαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφαίνω Ἴκαρ. Κύπρ. Πόντ. (Οἰν.)-Λεξ. ᾿Ηπίτ. Βλαστ Δημητρ. ἀναφαίν-νω Κύπρ. ἀνεφαίνω Κάσ.-Λεξ.Δημητρ. ἀνιφαίνου Σαμοθρ. ᾽νεφαίνω Καρπ. κάσ. Σύμ. Τῆλ. Μεσ. ἀναφαίνομαι ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Σῦρ. 'νεφαίνομαι Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Νάξ. (Γαλανᾶδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναφαίνω.
Σημασιολογία
1) Φανερώνω, ἐκδηλώνω Ποντ (Οἰν.): Ἔει πόνον καὶ ᾽κ᾽ ἀναφαίν’ ἀτο (ἀντὶ ᾽κι᾽ άναφαίνει ἀτο). β) Ἐνεργ. καὶ μέσ. παρουσιάζομαι, προβάλλω, ἐμφανίζομαι ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Ἰκαρ Καρπ Κάσ. Κύπρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν (Μεσσ.) Σαμοθρ. Σύμ. Τῆλ.-Λεξ. ᾿Ηπίτ. Βλαστ. Δημητρ.: ᾿Νέφανε νὰ δῇς Σύμ. ᾽Νεφαίνει ἀπού τὴν πόρταν ἕναν θεριˬόν (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. ᾿Νέφανε νὰ σοῦ πῶ ἕνα λόο Τῆλ. Ἀνέφανε τὸ καΐκι Λεξ. Δημητρ. ’Ενέφανεν ἀποὺ τὴ bαλαθύρα Σύμ. Ἔφ᾿γι σύdαχα κιˬ ἀκόμα δὲν ἀνέφανι Σαμοθρ. ’Ενέφανεν ἥ σκάφη του (πλοῖον) Σύμ. Δὲν ἀναφάνηκες καθόλου τόσες μέρες Λεξ. Δημητρ. Ἐφέτι δὲ ᾿νεφανήκανε καθόλου ξένοι κρασᾶδες καὶ δὲ θά ’χουνε τιμὴ καλὴ τὰ κρασιˬὰ Γαλανᾶδ. ǁ Παροιμ φρ. Τὰ σύγνεφ’ ἀλλαργέψανε κιˬ ὁ ἥλιˬος ἀναφάνηκεν (ἡ ἀλήθεια διαλάμπει) Λεξ. Δημητρ. ǁ ᾊσμ. Σκύβγω πιˬάνω πετραδάκι | κιˬ ἀνεφαίνει κοριτσάκι Κάσ. Πάνω ’ς ἐκείνην τὴν στιγμὴν ό δράκως ἀναφαίν-νει Κύπρ. Φυσᾷ βορεˬάς, δὲ φαίνεται, | νοτεˬάς, δὲν ἀναφαίνεται Ἀθῆν. (παλαιότ.) Καὶ ᾽νεφάνηκε, καλέ, | τρίκλωνε βασιλικέ, καὶ ᾽νεφάνηκεν ὁ ποδαστράγαλός της Καλλιπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Βασίλ. τάξ. 211,4 (ἔκδ. Βόννης) «καὶ ὅτε ἐξέλθῃ ἡ σύγκλητος ἅμα τοῖς πατρικίοις καὶ στῶσιν, ἀναφαίνει ἡ αὐγούστα ὁδηγοῦμένη ὑπὸ τοῦ πραιποσίτου». Συνών. ἀγναντεύω (Ι) 1 β, ἀγναντίζω (Ι) 2 β, ἀναφανίσκω, παρουσιάζομαι (ἰδ. παρουσιάζω). 2) Παρατηρῶ θεῶμαι Σῦμ. : ᾿Νεφαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα. Συνών. κοιτάζω. 3) Μεσ. γ΄προσώπ. ἐπέρχεται μεταμέλεια Σῦρ Μοῦ ἀναφαίνεται. Τοῦ ἀναφάνηκε τοῦ δεῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA