ἀνάφαλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάφαλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάφαλλο τό, ᾿Ιόνιοι Νῆσ.-ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,216-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. φάλλο<᾿Ιταλ. fallο

Σημασιολογία

Τὸ ἀπρόοπτον ἔνθ’ ἀν. : Γνωμ. Βάνει πάντα ὁ φρόνιμος ’ς τὴ μέση καὶ τ᾿ ἀνάφαλλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/