ἀναφανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφανίζω Κρήτ. Μες. ἀνεφανίζομαι Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀφανίζω.

Σημασιολογία

Ζημιώνω, καταστρέφω τινὰ οἰκονομικῶς ἔνθ’ ἀν. : Ἀναφάνισέ με ἡ --ἀρρώσθιˬα τσῆ γυναίκας μου Κρήτ. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ ἀναφανίστηκα αυτόθ. Φέτος ἀνεφανίστηνε ὁ κόσμος Ἄνδρ Συνών. ἀφανίζω, καταστρέψω, ξεκάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/