ἀναφανίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφανίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφανίσκω Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνεφανίσκω Κύπρ. ᾽νεφανίσκω Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναφανίσκω.

Σημασιολογία

Ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ἔνθ’ ἀν.: ᾊσμ. Καὶ νά σου καὶ ἡ μάννα της τοῦ κάμπου ἀναφανίσκει Λεξ. Δημητρ. Ταὶ νά σου ταὶ τὸν Κωνσταντᾶν τοῦ κάμπου ᾽νεφανί-ει Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,586 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ ὅστις ἐνεφάνισκε νὰ ψαρέψῃ οἱ Βενετίκοι ἐκαμακεύγαν τον». Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀναφαινω 1 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/