ἀχνιστάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνιστάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχνιστάρι τό, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀχνίζω (ΙΙ).

Σημασιολογία

Σκεῦός τι τῶν πιλοποιῶν ἐκ τοῦ ὁποίου ἐκπέμπεται ἀτμὸς πρὸς μαλάκωσιν τῶν πίλων καὶ διαρρύθμισιν τοῦ σχήματός των.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/