βροχαλήθρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχαλήθρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροχαλήθρα ἡ, ἀμάρτ. βρουχαλήθρα Ἤπ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) - Λεξ. Βλαστ. 422.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βροχάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ήθρα.

Σημασιολογία

Σαύρα πρασίνη ἐξερχομένη ἐκ τῆς γῆς καθὼς πιστεύει ὁ λαὸς ἐν καιρῷ βροχῆς. Συνών. βρονταλίδα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/