ἁρμελοκόβομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμελοκόβομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁρμελοκόβομαι Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁρμὸς καὶ τοῦ ρ. μελοκόβομαι ἀντὶ ἁρμομελοκόβομαι ἀποβληθείσης κατ᾿ ἀνομ. τῆς συλλαβῆς μο.

Σημασιολογία

Αἰσθάνομαι ἀτονίαν εἰς τὰς ἀρθρώσεις τοῦ σώματος ἐκ πυρετοῦ ἢ τρόμου: Δὲν ἠξέρω κάθ’ ἀπόγιˬομα τί ἔχω κιˬ ἀρμελοκόβομαι. Τὴν ὥρα ποῦ τ’ ἄκουσα ἁρμελοκόπηκα. Δὲν ἠξέρω γρατί εἶμαι σὰν ἀρμελοκομμένος! Πβ. ἁρμοκόβομαι (ἰδ. ἁρμοκόβω 1).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/