ἀρμενάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμενάλι τό, Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρμενο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άλι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν παράθυρον τῆς στέγης τὸ ὁποῖον χρησιμεύει διὰ τὸν ἀερισμὸν τῆς οἰκίας: Ἀνέβηκε ν’ ἀνοίξῃ τ’ ἀρμενάλιˬα νὰ πάρῃ ἀέρα τὸ σπίτι. 2) Ἡ ἀνωτάτη ὀροφὴ τῆς οἰκίας: Φρ. Ἀνέβηκε ἀπάν ’ς τ’ ἀρμενάλι (εἰς μέρος ὑψηλόν). 3) Οἰκία μεγάλη καὶ παρημελημένη καὶ εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένη: Τί μ’ ἔφερες νὰ κάτσω σὲ τοῦτο τ᾽ ἀρμενάλι ποῦ δὲν ἔχει μιˬὰ ζεστὴ γωνιά; Συνών. ἄρμενο 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/