γεροντόλυκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόλυκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντόλυκος ὁ, Ἀθῆν. γεροντόλυκας Σ. Περεσιάδ., Σκλάβ., 25, 94 γιρουντό᾽κας Στερελλ. (Περίστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. λύκος.

Σημασιολογία

Γέρων εὐσταλὴς καὶ θαρραλέος ἔνθ᾽ ἀν.: Οὑ παππού᾽ς μ᾽ εἶνι γιρουντό᾽κας Περίστ. || Ποίημ. Γειˬά σου, ρὲ γεροντόλυκα! Νὰ ἔτσι γιˬὰ σὲ θέλω Σ. Περεσιάδ., ἔνθ᾽ ἀν., 25.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/