γεροντομάννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντομάννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροντομάννα ἡ, Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. μάννα.

Σημασιολογία

Ὁ προϊστάμενος τῶν δημογερόντων, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν τὴν διοικητικὴν ἐξουσίαν τοῦ τόπου ἐπὶ Τουρκοκρατίας. Συνών. πρωτογέροντας, πρωτόγερος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/