ἀναφέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφέρνω, ἀναφέρω λογ κοιν. ἀναφέρου βόρ. ἰδιώμ. ἀναϊφέρου Ἤπ. (Τσαμαντ. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀναφέρνω σῦνηθ. ἀναφέρνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνιφέρνου Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ᾽νεφέρνω Ρόδ. Μέσ. ἀνεφέρνομαι Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναφέρω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

Α) Αμτβ 1) Ἀναπνέω Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Λεπεν.) : ᾿Αναφέρνει ἀκόμη Κύθηρ. Ὅσου ποῦ ἀναφέρ’ (μόλις ἀναπνέει, πνέει τὰ λοίσθια) Λεπεν. Συνών. ἀναπνέω Ι͵ ἀνασέρνω ΒΦ. β) Ἀσθμαίνω Πελοπν (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ Τρίκκ. κ. ἀ..) : Ἀναφέρνει ’σὰν τὴν παλα͜ιογελάδα Τρικκ. Συνών. ἀναπνέω 1 γ, ἀνασαίνω 2γ, ἀνασέρνω Β4β. 2) Ἀναστενάζω μετὰ λυγμῶν Κύθηρ. Στερελλ. (Κεράσ.)-Λεξ. Αἰν. : Τοὺν ἔπιˬασαν τὰ παράπουνα κιˬ ἀνάφιρνι Κεράσ. Τοὺν ηὗρα πὄκλιι κιˬ ἀνάφιρνι αὐτοθ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. Γαλην. Ἰπποκρ γλῶσς. (ἔκδ. CKühn) «ἀναφέρειν δηλοῖ ποτε καὶ τὸ ὑπολύζειν ἀναπνέοντα». Πβ. καὶ Ἡσύχ. «ἀνενέγκατο ἐστέναξεν ἐκ βάθους. Πβ. ἀναλυγγιˬάζω 1. ἀναλυγγίζω. 3) Στρέφομαι πρός τι, περιστρέφομαι Κρήν.: ᾎσμ. Πάντα ᾽ς ἐσέ, πουλλάκι μου, ό νοῦς μου ἀναφέρνει. Β) Μετβ 1) κάμνω τινὰ νὰ συνέλθῃ ἐκ λιποθυμίας Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Προπ (Μηχαν.)-Λεξ. Δημητρ.: ᾿Εγαναχτήσανε νά τὸν ἀναφέρουνε Κρήτ. Μὶ τὰ πουλλὰ τ᾽ν ἀνάφιραν Ζαγόρ Μπόρισι νὰ τ᾿ν άναφέρ’ αὐτόθ. ǁ ᾎσμ. Σταμνὶ νερὰ τῆς ρίξανε γιˬὰ νὰ τὴν ἀναφέρ’να καὶ ’σὰν τὴν ἀναφέρανα, αὐτό τὸ λόγο λέγει Μηχαν. Διὰ τὴν σημ. πβ. Καλλίμαχ. καὶ Χρυσορρ. στ. 1595 (ἔκδ. SLambros σ. 67) «ὅταν ἐκ πόνου καὶ κλαυθμοῦ λιποθυμήσῃ, πέσῃ, εἰ μὴ τὴν φθάσῃ τὸ νερόν, ποσῶς οὐκ ἀναφέρει». 2) ᾿Ενάγω, καταγγέλλω, μηνύω τινὰ συνήθως ἐν τῇ σχολικῇ καὶ στρατιωτικῇ γλώσσῃ σύνηθ. : Μη μὲ πειράζῃς, γιˬατὶ θὰ σὲ ἀναφέρω ᾿ς τὸ δάσκαλο. Ὁ δεκανέας ἀνάφερε σήμερα δυˬὸ στρατιῶτες. 3) Κάμνω λόγον περί τινος, λέγω τι κοιν. : Μὴν ἀναφέρνῃς τέτο͜ια πράματα. Σὲ παρακαλῶ νὰ μὴν ἀναφέρῃς τ’ ὄνομά μου. Δὲν τοῦ ἀνάφερα τίποτα κοιν. Τοὺ πιδὶ τοὺ ἀνάφιρι τ᾽ μάννα τ᾿ Αῖν. Λυγγιˬάειζ; κάποιους σ᾽ ἀναφέρ’ (πρόληψις) Μακεδ. ǁ Παροιμ. ᾿Ανάφιρις τοὺ σκύλλου; | πᾶρι κὶ τοὺ ξύλου (ὁ συναναστρεφόμενος μὲ τοὺς κακοὺς πρέπει νὰ προφυλάσσεται) Ἤπ. Τοὺ Γιˬά’ ἀνάφιρνάμι κι οὑ Γιˬά’ς πίσου ἀπ’ τὴν πόρτα (ἐπὶ τοῦ καταφθάνοντος ὅτε περὶ αὐτοῦ γίνεται λόγος) Μακεδ. ᾿Νέφερε τὸ γάδαρον νὰ γιˬῇς τό σουμάρι (ὅταν ἐπὶ τῷ ὰκούσματι λέξεώς τινος ἀναπλάσσεται ἐν τῇ συνειδήσει τοῦ ἀκούοντος ἡ ἔννοια ἄλλου πράγματος ἀναποσπάστως συνδεδεμένου μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς ἀκουο ἀκουομένης λέξεως) Ρόδ. ’Σ τοῦ κρεμασμένου τὸ σπίτι σκοινὶ μήν ἀναφέρῃς (ἀπόφευγε νὰ μιλῇς περὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δύνανται νὰ λυπήσουν τὸν μεθ’ οὖ διαλέγεσαι) ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,216. ǁ ᾊσμ. Σῦρι, μαννούλλα μ᾿, πές του της, | κρυφὰ κιˬ ἀνάφιρέ του της Αἰτωλ. Ἐψὲς ἤμουν ’ς τοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους κιˬ ἄκουσα ποῦ σ’ ἀνάφερναν μὲ τοὺς ἀποθαμένους Ἤπ. Συνών. ἀθιβάλλω 3, ἀθιβολεύω (ΙΙ) 3, ἀμφιβάλλω 2, ἀναβάλλω 5, ἀναγογυρεύω 2, ἀναγορεύω!, ἀναγυρεύω 2, ἀναθιβάλλω Β1, ἀναθιβολεύω1. Μετοχ. ἀναφιρμένους=ὁ διαβοηθεὶς διὰ τὴν ἀνηθικότητά του, συνήθως ἐπὶ γυναικὸς Μακεδ. : ᾿Αναφιρμέ’ ᾽ναῖκα. 4) ᾿Αναγνωρίζω τινὰ Κρήτ. Μεγίστ.-Κορ. Ἄτ. 2,45: Ὅ,τι ποῦ σ’ ἀναφέρνω Κρήτ. Μόλις σὲ ἀνέφερα Κορ ἔνθ’ ἀν. ǁ ᾎσμ. Θυμήθου τὰ περάματα κιˬ ἀνάφερνε τοὺς τόπους, τὰ λόγιˬα ποῦ ᾽μιλούσαμε κρυφὰ ’πὸ τοὺς ἀνθρώπους Μεγίστ. 5) ᾿Εκθέτω τι προφορικῶς ἢ ἐγγράφως πρὸς ἀνωτέραν ἀρχὴν ἢ πρὸς προϊστάμενον λόγ. σύνηθ.: Θ’άναφέρω ’ς τὸν προϊστάμενο γιˬὰ τὸ πρᾶμα. Θὰ ἀναφερθῶ ᾿ς τόν εἰσαγγελέα-᾿ς τὸ νομάρχη-’ς τὸν προϊστάμενο- ’ς τὴν ἀστυνομία κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/