βροχαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροχαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροχαρίζω Κάρπ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. βρουχαρίζω Κάρπ. Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βροχάρι<βρόχι ἢ βρόχος.
Σημασιολογία
1) Συλλαμβάνω διὰ βρόχου Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. βροχιˬάζω (ΙΙ) 1, βροχίζω (ΙΙ), βροχοπιˬάνω. 2) Ἀπαγχονίζω Κάρπ. Τῆλ.: ᾌσμ. Γιˬὰ νά ᾿ρτ᾿ ἡ πέρδικα νὰ πιῇ, νὰ πιῇ, νὰ κουλουμπήσῃ, τὰ βρόχιˬα πεδουκλώσα τη κιˬ ὁ κυνηγὸς ἁρπᾷ τη. - Ἀχαμνοπιˬάσ᾽με, κυνηγέ, νὰ μὴ μὲ βροχαρίσῃς Κάρπ. Θωρεῖ τὴν κόρη κρέμεται σὲ μιˬᾶς μηλεˬᾶς κλωνάρι, σταυρό ’χει τὰ χεράκιˬα της κ’ ἦτο βρουχαρισμένη Τῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA