ἀρμενεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρμενεύω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις.

Σημασιολογία

1) Κινοῦμαι βραδέως, ἀργοπορῶ, βραδύνω Πόντ. (Χαλδ.) Πβ. φρ. ἅμον Ἀρμέντς (ὡς Ἀρμένιος βραδύς). 2) Καταλαμβάνομαι, κατέχομαι ὑπὸ ἰσχυροῦ πείσματος, οὐδαμῶς μεταπείθομαι Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Πβ. ἀρμενίζω (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/