γεροντομούλαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντομούλαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντομούλαρο τὸ, ἐνιαχ. γεροdομούλαρο Ἴος Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κίτμ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. μουλάρι. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου καὶ τὴν τροπὴν τοῦ τελικοῦ ι εἰς ο βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 171
Σημασιολογία
Ἡμίονος μεγάλης ἡλικίας, γηραλέος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἑιδιˬάη τὸ γεροdομούλαρό του ᾽ς τὸ παζάρι, ἀλλὰ δὲ dὸ πούλησε Κίτ. Μάν. Γεροdομούλαρό ᾽ναι καὶ γιˬὰ κε͜ιονὰ δὲ σαλεύγει Ἅγιος Γεώργ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA