ἀναφιλύζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφιλύζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφιλύζω ἀμάρτ. ἀνεφελῶ Θρᾴκ. Μέσ ἀνιφ’λύζουμι Σαμ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναφλύω (ἀνακοχλάζω) κατ᾽ ἀνάπτυξιν ι ὡς συνοδίτου φθόγγου καὶ μετασχηματισμὸν κατὰ τὰ εἰς -ύζω διὰ τὸν κοινὸν ἀόριστον.

Σημασιολογία

1) Παραπονοῦμαι Θρᾴκ. : Τίνιˬας ἀνεφελοῦσε ; (πῶς παρεπονεῖτο;) 2) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ λυγμῶν, ὀλολύζω Σάμ.: ᾿Εκαμις τοὺ πιδὶ κιˬ ἀνιφ’λὗστ’κι. Συνών. ἀναλυγγιˬάζω, λυγγιˬάζω. Πβ. ἀναλυγγώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/