ἀναφίλυσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφίλυσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναφίλυσμα τό, ἀμάρτ.ἀνιφι’’σμα Σαμ.ἀναφίλυμα Θρᾴκ.-ΣΣκίπη ᾿Απέθαντ. 13 ἀνεφε’λυμα Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναφιλύζω. Ὁ τὼ ἀναφίλυμα ἐκ τοῦ ρ. *ἀναφιλύω παρὰ τὸ ἀναφιλύζω.

Σημασιολογία

1) Παράπονον Θρᾴκ. 2) Παρατεταμένος θρῆνος, λυγμὸς Θρᾴκ. Σάμ.-ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. : Ἔκλαιε μ’ ἀναφιλύματα Θρᾴκ. ǁ Ποίημ. Μὲ λυγγιˬασμοὺς κιˬ ἀναφιλύματα | ὕστερα καὶ μὲ μαῦρα δάκρυˬα τὸ μοιρολόγι μου ξεχύνεται | κιˬ ἀντιλαλεῖ ᾿ς τὴν πᾶσαν ἄκριˬα ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Συνών ἀναρρούφημα 2, ἀνάσερμα 3, ἀναφιλυτό 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/