ἀχνόκερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνόκερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχνόκερο τὸ, ἀχνοκέρι Λαύρας ἐν ’Ανθολ. Η Ἀπολίδ. 201 ΚΠαλαμ. Δεκατετράστ. 69 ἀχνόκερο ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 71.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνὸς καὶ τοῦ οὐσ. κερί.

Σημασιολογία

Κηρίον ὠχρόν: Μπροστὰ σὲ τέτοι͜ο πόνο σβήνει ὁ δικός μου σὰν ἀχνόκερο ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ' ἀν. || Ποιήμ. Κ’ ἡ λαμπάδα τοῦ ἡλιˬοῦ καὶ τ' ἀχνοκέριˬα φωτίζουν ὅμο͜ια ὁράματα τρανὰ ΚΠαλαμ. ἔνθ' ἀν. Πῶς κρατεῖς τὰ δυˬό σου ἀστέριˬα | σὰν ὀλόσβηστα ἀχνοκέριˬα; Λαύρας ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/