ἀρμένιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμένιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμένιˬασμα τό, Μακεδ. (Θεσσαλὸν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμενιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ ἐπιλόχιος πυρετὸς ἢ ἡ διανοητικὴ διατάραξις λεχοῦς ἐξ ἐπηρείας δαιμονικῆς. Συνών. ἀρμένισμα (ΙΙ) 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA