ἀναφορεˬὰς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφορεˬὰς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναφορεˬὰς ὁ, ἀμάρτ. ἀνεφουρὰς Χίος (Βολισσ. Μεστ.) ἀνιφουρεˬὰς Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) ἀνιφουράς Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνιφουϊεˬὰς Σαμοθρ. ἀνηφορεˬὰς Λεξ. Δημητρ. ἀνηφουρεˬὰς Ἴμβρ. ἀνηφορὰς Κρήτ. Χίος ἀναφορέος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.)-Λεξ. Δημητρ. Μεγκυκλ ἀναφορεˬός Εὔβ. (Πλατανιστ.) ἀναφορός Ἀντικύθ. Ἰθάκ. Κεφαλλ.-Λεξ. Μπριγκ Βλαστ. 283 Δημητρ. ἀφαρέος Εὔβ. (Ὄρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀναφορεὺς=ὁ ἀνέχων, ὁ ἀναβαστάζων. Διὰ τὸν μεταπεπλασμένον τύπ. ἀναφορέος-ἀναφορεὸς πβ. ἀναβολεὺς -ἀναβολέας-ἀναβολέος-ἀναβολεˬός, γονεύς-γονέας-γονέος-γονεˬός κττ. Ὁ τύπ. άνηφορεˬὰς ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀνήφορος. Ὁ τύπ ἀνηφοράς καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Κλῖμαξ φέρουσα ἐκ τοῦ κάτω πατώματος εἰς τὸ ὑπερκείμενον Θρᾴκ. 2) Ὀπὴ ἐπὶ τῆς στέγης τῆς οἰκίας χρησιμεύουσα πρὸς ἔξοδον τοῦ καπνοῦ τῆς ἑστίας ἢ πρὸς φωτισμὸν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κυμ Ὄρ. Πλατανιστ.) Θράκ. (Μάδυτ) ’Ιθάκ. 'Ιμβρ. Κρήτ. Χίος(Βολισσ.)-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ. : Μπαίνει ἀπὸ τὸν ἀναφορέο Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ. : Μπαίνει ἀπὸ τὸν ἀναφορέο Λεξ. ΜἘγκυκλ ǁ ᾎσμ. Νὰ βάλω θέλω πάλ’ ἀρχὴ νὰ κάνω κουζουλάδες, νὰ πεταχτοῦν οἱ κωπελλιˬὲς ἀποὺ τσ᾿ ἀνηφορᾶδες Κρήτ. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀναφάντη ς 1. β) ᾿Οπὴ κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὴν πλευρὰν τοῦ φούρνου, διὰ τῆς ὁποίας ἐξέρχεται ὁ καπνὸς ἢ μετριάζεται ἡ θερμότης ’Αντικύθ. Κεφαλλ.-Λεξ. Βλαστ. 283 Δημητρ. 3) Καπνοδόχος Κρήτ. Σαμοθρ. Χίος (Μεστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA