Ἀρμένικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀρμένικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Ἀρμένικος ἐπίθ. κοιν. Ἀρμέν’κος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀρμέ’κους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις καὶ τῆς καταλ. –ικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων εἰς Ἀρμένιον ἢ ὁ ἐξ Ἀρμενίου προερχόμενος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄρμένικη ἐκκλησία. Ἀρμένικο σπίτι-φαεῖ κττ. κοιν. Ἀρμέν’κον μαχαλὰν (Ἀρμενικὴ συνοικία) Χαλδ. Ἀρμέν’κα ταφία (τάφοι) Τραπ. Χαλδ. Ἀρμέν’κον παιδὶν (ἀρμενόπαις. Διὰ τὴν χρῆσιν ταύτην πβ. καὶ Ρωμαίικον παλληκάρ’=Ἐλληνικὸν παλληκάρι,Ἕλλην νεανίας) Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἀρμένικη βίζιτα ἤ ἐπίσκεψι (ἐπίσκεψις μακρὸν χρόνον διαρκοῦσα) σύνηθ. Ἀρμένικο στόμα (φλύαρον) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἀρμέν᾽κον πεῖσμαν ἢ ἁπλῶς Ἄρμέν’κον (πεῖσμα ἐπίμονον καὶ ἰσχυρὸν) Τραπ. 2) Οὐδ. πληθ. τὰ Ἀρμένικα οὐσ., ἡ Ἀρμενικὴ γλῶσσα κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ξέρω Ἀρμένικα κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA