γεροντοπουλλάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοπουλλάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεροντοπουλλάδα ἡ, άμάρτ. γιρουντουπ᾽λλάδα Σκῦρ. γιρουdουπουλλάδα Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. πουλλάδα.
Σημασιολογία
Σκωπτικῶς, κόρη ὑπερβᾶσα πρὸ πολλοῦ τὴν ὥραν τοῦ γάμου καὶ ἐξακολουθοῦσα νὰ νεανιεύται ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Πρόβαλι, γιρουdόρνιθα κὶ γιρουdουπουλλάδα κὶ σὺ πουdίκα μαλλιˬαρή νὰ δῇς τὴ bατινάδα Λέσβ. Συνών. γεροντοπροβατῖνα 2, γεροντόρνιθα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA