Ἀρμενις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀρμενις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀρμένις ὁ κοιν. Ἀρμέ᾿ς βόρ. ἰδιώμ. Ἀρμέντς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Θηλ. Ἀρμένισσα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Ἀρμέ’σσα βόρ. ἰδιώμ. Ἀρμέντσα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένιος.

Σημασιολογία

1) Ὡς ἐθνικὸν ὄν. ὁ Ἀρμένιος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Παροιμ. φρ. ’Σ τοῦ Ἑβραίου φάγε καὶ ’ς τοῦ Ἀρμένι κοιμήσου (ἐπὶ τῆς καθαρειότητος τῆς τροφῆς μὲν παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, τῆς κλίνης δὲ παρὰ τοῖς Ἀρμενίοις) Πελοπν. Με Τοῦρκο φάγε καὶ πιˬὲ καὶ μὲ Ἀρμέ’ κοιμήσου (ὁ μὲν Τοῦρκος εἰναι αἰσχρός, ὁ δὲ Ἀρμένιος ἀκάθαρτος εἰς τὸ φαγητόν. Ἐν Πόντῳ ἐπικρατεῖ ἡ πρόληψις ὅτι ὁ Ἀρμένιος μαγαρίζει τὸ εἰς Ἕλληνα προσφερόμενον φαγητὸν) Προπ. (Κύζ.) Ἅμον Ἀρμέντς (ὡς Ἀρμένιος. Ἐπὶ τοῦ βραδυκινήτου) Σάντ. Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. ᾿Εγὼ κόρη παντρεύτηκα ἐδῶ ᾽ς τὴν Ἀρμενιˬὰ καὶ πῆρα Ἀρμένου κόρη καὶ βγῆκε μάγισσα, μαγεύει τὰ καράβιˬα καὶ δὲν περπατοῦν Αἴγιν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κέρκ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀρμένις Κάρπ. Κάσ. Χίος τοῦ Ἀρμένι Ἤπ. τοῦ Ἀρμένου Ἄνδρ. τ᾿ Ἀρμενί’ Πόντ. (Ματζούκ.) Ἀρμενα͜ιοὶ Πελοπν. (Τριφυλ.) Ρόδ. Ἀρμένιδες Κύπρ. τοὺς Ἀρμένους Χίος Ἀρμένοι Κρήτ. 2) Ὁ νωθρὸς εἰς τὰς κινήσεις του, βραδὺς Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) 3) Ὁ μὴ μεταπειθόμενος, ἰσχυρογνώμων, πείσμων Πόντ. (Κερασ.) 4) Ἀκάθαρτος, ρυπαρὸς Πόντ. (Κερασ.) 5) Μοχθηρός, φαῦλος (ἤδη καὶ ὑπὸ τῶν ᾿Ελλήνων τοῦ Βυζαντίου τὸ γένος τῶν Ἀρμενίων ἐχαρακτηρίζετο ὡς ὕπουλον καὶ κακόηθες, πβ. δὲ καὶ τὴν παροιμ. «Ἀρμένιν ἔχεις φίλον; κάλλιον ἐχθρὸν οὐ θέλεις» ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,465) Χίος. 6) Ἀθίγγανος (ἕνεκα τῆς ὁμοιότητος τῶν Ἀθιγγάνων πρὸς τοὺς Ἀρμενίους ὡς πρὸς τὴν ρυπαρότητα ἢ καὶ τὰ ὴδικὰ ἐλαττώματα) Λῆμν. 7) Κακοποιὸν πνεῦμα παρουσιαζόμενον ὑπὸ οἱανδήποτε μορφὴν καὶ δὴ καὶ φωτός, δαίμων Χίος κ.ἀ. Εἶδα ἕναν Ἀρμένι Χίος. Συνών. ἀέρι 4, ἀερικὸ 3, ἐξωτικό, στοιχε͜ιό, φάντασμα. 8) Θηλ. Ἀρμέ’σσα, λεχὼ ὑποστᾶσα τὴν ἐπηρειαν κακοποιοῦ δαίμονος καὶ καταστᾶσα διανοητικῶς καὶ σωματικῶς ἀσθενὴς (ἡ ὁποία διὰ τοῦτο ἔχει ἀνάγκην νὰ ἐπικαλεσθῇ τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ἐξορκισμοὺς Ἀρμενίου ἱερέως) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 9) Ἀρσεν. καὶ θηλ., τὸ φυτὸν χαμαίμηλον Βιθυν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμένι 1 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/