ἀρμενισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρμενισιˬὰ ἡ, πολλαχ. ἀρμενισκιˬὰ Σίφν. ἀρμενισὰ Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀρμι’σὰ Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρμενισία παρὰ τὸ ρ. ἀρμενίζω. Ἰδ. Δουκ. ἐν λ. ἄρμενον.
Σημασιολογία
Ἱστιοδρομία, πορεία πλοίου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀρμενισιˬὰ μὲ ἀέρα ᾿ς τὴν μπάντα (εἰς τὴν πλευρὰν τοῦ πλοίου) ΑΣακελλ. ᾿Εγχειρ. ἀρμενιστ. 568. Αὐτὴ ἡ ἀρμενισκιˬὰ μ’ ἄρεσε Σίφν. Ἀποὺ ἰκεῖ ὥς ἰδῶ κάναμι μιὰ ἀρμιν’σὰ (τὴν ἐκεῖθεν μέχρις ἐδῶ ἀπόστασιν διηνύσαμεν δι’ ἑνὸς συνεχους πλοῦ) Σάμ. || ᾎσμ. Γιˬὰ δὲς τσαιρὸ γιˬ᾿ ἀρμενισιˬά, μπουνάτσα γιˬὰ τραούδιˬα Μεγίστ. Συνών. ἀρμένισμα (Ι) 1, ἀρμενισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA