ἀναφορμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφορμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφορμώνω ἀμάρτ. ἀνεφορμώνω Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. φορμώνω<φόρμα (μορφή ὄψις).
Σημασιολογία
Ἐπισκευάζω, ἑπιδιορὓθώνω φθαρὲν ἔνδυμα ἢ τοῖχον καταρρεύσαντα: Ἀνεφορμώνω τὸ παντελόνι. Ἐνεφόρμωσα τὴν πεζούλλαν. Πβ. ἀναμπαλώνω, ἀναπιˬάνω 6, ἀναρράφτω, ἀποπιˬάνω, μπαλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA