ἀρμένισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμένισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμένισμα τό, (Ι) πολλαχ. ἀρμίνισμαν Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμενίζω (Ι). Ἡ κώφωσις τοῦ τονιζομένου ε ἐν τῷ ἀρμίνισμαν ἔγινε κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ρ. ἀρμινίν-νου παρὰ τὸ ἀρμενίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀρμενισιˬά , ὃ ἰδ., πολλαχ.: Τὸ καράβι αὐτὸ ἔχει καλὸ ἀρμένισμα Λεξ. Δημητρ. Ἔ, καμένον ἀρμένισμα ποῦ τὸ κάνει κι ὁ καπετάνιος! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Ποίημ. Σὰ νὰ καρτεροῦν...κἄπο͜ιο ἀπάντεχον ἀρμένισμα πέρα ἀπὸ τοῦ κόσμου τ’ ἀκρογιˬάλι ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 54. 2) Ἡ εἰς βοσκὴν ὁδήγησις αἰγοπροβάτων Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Κάνει κ’ εὐτὸς ἕναν ἀρμένισμα ποῦ δὲ dὸ κάνει κιˬ ἄλλος, ἀρμενοβοσκός, ὄχι κιˬ ἀστεῖα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA