ἀναφουφουδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφουφουδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφουφουδιˬάζω Κρήτ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ.Τρίκκ.)-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *φουφουδιˬάζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανασηκώνω, ἀναδεύω πράγματα διὰ νὰ μὴ συμπιέζωνται, ἐπὶ τῶν γεμισμάτων στρωμάτων καὶ προσκεφαλαίων, οἷον πτίλων, μαλλίου, βάμβακος κττ., ἔνθ’ ἀν. : Ἀναφουφουδιˬάζω τὸ μαλλι᾿ τοῦ στρωμάτου-τὸ μπαμπάκι ἀπὸ τὸ πάπλωμα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀναφουντουρζω 1, ἀναφουφουλιˬάζω 1, ἀναφουφουλώνω, φουσκώνω. 2) Ἀνακινῶ, άνασηκώνω τὰ πτερά μου, ἐπὶ πτηνῶν Λεξ. Πρω Δημητρ. : Ἀναφουφούδιˬασεν ὁ κόκορας ζυγώνοντας τὴν κόττα Λεξ. Δημητρ. ᾿Αναφουφουδιˬασμένα ἔχει τὰ φτερά του τὸ πουλλὶ ’ς τὸν ὕπνο του αὐτόθ. Συνών. ἀναφουφουλιˬάζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA