ἀναφουφουλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφουφουλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφουφουλιˬάζω σύνηθ. ἀναφουλιˬάζω Πελοπν. (Μάν.) ἀνιθουλιˬάζου Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φουφουλιˬάζω. Ὁ τύπ. ἀναφουλιˬάζω καθ’ ἁπλολ., ὁ δὲ ἀνιθουλιˬάζω ἐξ ἀμαρτ. ἀνεθουλιˬάζω<ἀνεφουλιˬάζω. Διὰ τὴν ἐναλλαγήν τοῦ φ καὶ θ πβ. φυλακὴ-θυλακἡ, θεὸς-φεὸς κττ.

Σημασιολογία

1) Ἀναφουφουδιˬάζω 1, ὃ ἰδ., σύνηθ. : ᾿Αναφουφουλιˬάζω τὸ στρῶμα τὸ προσκέφαλο σύνηθ. ᾿Αναφουφούλιˬασε τὰ σκουτιˬὰ νὰ μὴ ζαρώνουν Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Θὰ πιˬάσου ν᾽ ἀνιθουλιˬάσου τὰ στρώματα κὶ τὰ προυσκέφαλα Ἴμβρ. 2) Ἀναφουφουδιˬάζω 2, ὃ ἰδ., Ζάκ.Πελοπν. (’Αρκαδ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀναφουφουλιˬάζει ἡ κόττα Ἀρκαδ Μετοχ. ἀναφουφουλιˬασμένος=ὁ ἢνωρθωμένος, ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς ΚΠασαγιάνν.Μοσκ.29 :Μὲ μαλλιˬὰ ἀναφουφουλιˬασμένα ἀναπήδησ’ ὀρθός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/