ἀναφρυδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφρυδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφρυδιˬάζω Πελοπν. (Κάμπος Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάφρυδος.

Σημασιολογία

Ἀνυψῶν τὰς ὀφρῦς ἀρνοῦμαι, ἀνανεύω. Πβ. Ὁμ. ι 468 «ἀνὰ δ᾿ ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/