Ἀρμενοκαθολικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀρμενοκαθολικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀρμενοκαθολικὸς ὁ, λόγ. σύνηθ. Ἀρμενοκαθόλικος (Νουμᾶς 10,91) Ἀρμενοκατόλικος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ὀν. Ἀρμένις καὶ Καθολικός.

Σημασιολογία

1) Ἀρμένιος ἀνήκων εἰς τὸ δόγμα τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) 2) Ἐπιθετικ., ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Ἀρμενοκαθολικούς: Ἀρμενοκαθόλικη ἐκκλησιˬά (Νουμᾶς ένθ’ ἀν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/