ἀναφτέριˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφτέριˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναφτέριˬασμα τό, ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,191-Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναφτεριˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἅπλωμα τῶν πτερύγων, πτῆσις ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Ποιημ. …..Ἀπ᾿ τὰ μικρά μου χρόνιˬα πουλλὶ περίχαρο, τρελλό, μέσ᾿ ’ς τ’ ἀναφτέριˬασμά μου μοῦ ’βρεν ὁ πόνος τὴν καρδιˬά…. ΑΒαλαωρ ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀναφτερούγιˬασμα 1 2) Πτεροφυΐα, πτίλωσις Λεξ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ. Συνών ἀναφτερούγιˬασμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA