ἀρμενοκόφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενοκόφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμενοκόφτω Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄρμενο καὶ τοῦ ρ. κόφτω.
Σημασιολογία
Προχωρῶ ταχέως ὡς δι᾽ ἀρμένων κινούμενος (διὰ τὴν σημ. τοῦ κόφτω πβ. τὴν φρ. κόβω δρόμο=προχωρῶ ταχέως): Αἴνιγμ. υρίζω κιˬ ἀρμενίζω κιˬ ἀρμενοκόφτω καὶ πάω (ὑπαινίσσεται τὴν χιονοστιβάδα ἀποκοπτομένην ἐπὶ ἐδάφους κατωφεροῦς καὶ κατερχομένην ταχέως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA