ἀναφτερουγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφτερουγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφτερουγίζω Χίος -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀνεφτερουγίζω ΑΚρήτ ἀνεφτερουχίζω Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν ἀναπτερυγίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Ἐρωτοκρ. τοῦ 1710. ᾿Ιδ. Ἐρωτοκρ. Β 1620 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) ἐν ὑποσημειώσει.

Σημασιολογία

Ἀναφτερακίζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Πέρδικα τ’ἀκού’ τσ’ ἀνεφτερουγίζει ἀπό πλάι πλάι τσαί καθίζει Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/